παραμάγειρος, ο

παραμάγειρος, ο
παραμάγειρος, ο και παραμάγερας ο βοηθός του μάγειρα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • παραμάγειρος — και παραμάγερας, ο ο βοηθός τού μαγείρου …   Dictionary of Greek

  • μαρμιτόνι — το υπάλληλος μαγειρείου που ασχολείται με το πλύσιμο τών σκευών και τών πιάτων, αλλά και με άλλες εργασίες καθαριότητας, παραμάγειρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. marmiton «παραμάγειρος» < marmite] …   Dictionary of Greek

  • μάγειρος — και μάγερος και μάγειρας και μάγερας, ο, θηλ. μαγείρισσα και μαγέρισσα (AM μάγειρος, θηλ. μαγείρισσα, Α δωρ. τ. μάγιρος, αιολ. τ. μάγοιρος, θηλ. μαγείραινα, Μ και μάγειρας και μάγερας) αυτός που παρασκευάζει φαγητά, που έχει έργο να μαγειρεύει (α …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”